ἀνάσκητος — unpractised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάσκητος — η, ο (Α ἀνάσκητος, ον) αυτός που δεν ασκείται, αγύμναστος νεοελλ. αυτός που δεν ασκήθηκε, (δικαίωμα) του οποίου δεν έγινε χρήση … Dictionary of Greek
ἀνασκήτως — ἀνάσκητος unpractised adverbial ἀνάσκητος unpractised masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάσκητον — ἀνάσκητος unpractised masc/fem acc sg ἀνάσκητος unpractised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκητοτέρους — ἀνάσκητος unpractised masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκήτοις — ἀνάσκητος unpractised masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκήτους — ἀνάσκητος unpractised masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκήτῳ — ἀνάσκητος unpractised masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάσκητα — ἀνάσκητος unpractised neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάσκητοι — ἀνάσκητος unpractised masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)